ροδώδη

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει 3.200 περίπου είδη και της οποίας τα μεγαλύτερα είδη είναι ο βάτος, ο κράταιγος, η ποτεντέλλα και η ροδή, κν. τριανταφυλλιά.