ροδώδη

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει 3.200 περίπου είδη και της οποίας τα μεγαλύτερα είδη είναι ο βάτος, ο κράταιγος, η ποτεντέλλα και η ροδή, κν. τριανταφυλλιά.