ρολογάς

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

ο, Ν ρολό(γ)ι]]
1. κατασκευαστής ή επισκευαστής ρολογιών
2. ο ιδιοκτήτης ρολογάδικου.