τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) επισκευάζωαυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει.