ρυθμόμετρο

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

το, Ν
μουσικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ίσων χρονικών διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + μέτρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμόμετρον, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].