σέπαλο

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. καθένα από τα τμήματα του κάλυκα του άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sepale από συμφυρμό τών separer «χωρίζω» + petale (< πέταλο)].