πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
το, Νβοτ. καθένα από τα τμήματα του κάλυκα του άνθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sepale από συμφυρμό τών separer «χωρίζω» + petale (< πέταλο)].