σακχαρούχος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που περιέχει σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].