σαπωνοειδής

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

-ές, Ν
ο όμοιος με σαπούνι, αυτός που έχει χημική σύσταση όμοια με την σύσταση του σαπουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων, -ωνος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].