σερνάμενος

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που σέρνεται
2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο
α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου
β) ερπετό
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα
ναυτ. η επιχειρία του σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής του σέρνω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος του τύπου ἱπτάμενος, ἱστάμενος (πρβλ. λεγάμενος, τρεχάμενος)].