ερπετό

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό)
κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι
νεοελλ.
1. γένος φιδιών της οικογένειας τών κολουβριδών
2. στον πληθ. τα ερπετά
η τρίτη ομοταξία τών σπονδυλωτών ζώων, μετά τα θηλαστικά και τα πτηνά, η οποία περιλαμβάνει ζώα ψυχρόαιμα, άποδα ή με πόδια, τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι έρπουν κατά τη μετακίνησή τους
3. (για ανθρώπους) μτφ. χαμερπής, δόλιος
μσν.
φρ. «σερπετό του πουλιού» — πουλί
αρχ.-μσν.
ζώο, ζωντανό («ἑρπετὰν οὐδὲ γυνή», Καλλ.)
αρχ.
1. κάθε ζώο που βαδίζει με τέσσερα ή περισσότερα πόδια («ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ»)
2. κυνηγετικό σκυλί
3. το τέρας Τυφώς που είχε εκατό κεφάλια
4. έντομο
5. ως επίθ. αυτός που έρπει («τά ἑρπετά θηρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρπω].