Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σερνικοχόρταρο

From LSJ

Greek Monolingual

και σερνικοχόρτι και σερκοχόρτι, το, Ν
το σερνικοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερνικός / αρσενικός + χόρτο].