σιδηροκιβώτιο

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σιδερένιο κιβώτιο
2. καταδυτικός κώδωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κιβώτιο (πρβλ. ξυλοκιβώτιο)].