σιδηρόχρωμος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ποικιλόχρωμος].