σιτολειψία

Greek (Liddell-Scott)

σῑτολειψία: ἡ, (λείπω) = σιτοδεία, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σιτοδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε -ία].