ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
ο, Ν σκαλίζω1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών2. γλύπτης, χαράκτης.