σκαλιστής

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek Monolingual

ο, Ν σκαλίζω
1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών
2. γλύπτης, χαράκτης.