σκαλωτός

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].