σκαφιδωτός

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σκαφιδώνω
αυτός που έχει κοιλανθεί και έχει αποκτήσει το σχήμα σκάφης, σκαφιδιασμένος.