σκερτσόζος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
σκερτσόζικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso].
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
-α, -ο, Ν
σκερτσόζικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso].