σκερτσόζος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
σκερτσόζικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso].
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
-α, -ο, Ν
σκερτσόζικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso].