σκηνοθέτης

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκηνοθέτις, -ιδος, και σκηνοθέτρια, Ν
καλλιτέχνης που έχει αναλάβει την επιμέλεια της σκηνοθεσίας μια θεατρικής και, γενικότερα, καλλιτεχνικής παράστασης ή μιας κινηματογραφικής ταινίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -θέτης (< τίθημι). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].