σκλιβώνω

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

Ν
(μτβ.) σκληραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. στλιβώνω < αρχ. στιλβώνω (πρβλ. σκλάβος), ενώ, κατ' άλλους, από σκληβός «σκληρός»].