σμπάρο

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

το, και σμπάρος, ο, Ν
1. πυροβολισμός
2. βλήμα όπλου
3. φρ. «μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» — με μία ενέργεια διπλό όφελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarro].