σολανό
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη, με 1.500 περίπου είδη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ορισμένα μεγάλης οικονομικής σημασίας, όπως η πατάτα και η μελιτζάνα, και άλλα που είναι φαρμακευτικά, όπως το Solanum nigrum, κν. γνωστό ως στύφνο, στρύφνο ή αγριοντοματιά, και το Solanum dulcamara, κν. γνωστό ως κοκορέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solanum «είδος φυτού, στρύχνος» (πιθ. < sol «ήλιος» + κατάλ. -anus)].