σπειρανθής
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες της τάξης ορχιδώδη και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ορχιδέας τα οποία απαντούν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την τροπική και νότια Αφρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spiranthes (< σπείρα + άνθος)].