σπερματοκήλη

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. κύστη που σχηματίζεται από κατακράτηση σπερματικού υγρού και εμφανίζεται κυρίως στην επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatocele (< σπέρμα, -ατος + κήλη). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].