σπερματόφυτα
From LSJ
Greek Monolingual
τα, Ν
βοτ. (σύμφωνα με ορισμένα ταξινομικά συστήματα) διαίρεση ή άθροισμα ανώτερων φυτών που παράγουν σπέρματα και στα οποία περιλαμβάνονται τα γυμνόσπερμα και τα αγγειόσπερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatophyta (< σπέρμα, -ατος + φυτό). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].