σποροπαραγωγή

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

η, Ν
(γεωπ.) παραγωγή σπόρων με επιστημονικές μεθόδους που αποβλέπουν στην αύξηση της απόδοσης τών αντίστοιχων καλλιεργειών.