σταβάρι

Greek Monolingual

και στιβάρι, το, Ν
το τμήμα του ρυμού του αρότρου προς τη μεριά του ζυγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ἱστοβο-άριον υποκορ. του αρχ. ἱστο-βοεύς].