βοεύς
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
-έως, ὁ, rope of ox-hide, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
náut. driza, correa o cabo de cuero con que se iza o arría la vela ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν e izaron con drizas de cuero trenzado la blanca vela, Od.2.426, κατεστήσαντο βοεῦσιν fijaron con drizas las velas h.Ap.407, cf. βόειος II 2.
German (Pape)
[Seite 451] ὁ, Riemen von Rindsleder, Hom. zweimal, Od. 2, 426. 15, 291.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
lanière de peau de bœuf.
Étymologie: βοῦς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοεύς -έως, ὁ βοῦς leren riem.
Russian (Dvoretsky)
βοεύς: έως ὁ ремень из воловьей (бычачьей или буйволовой) кожи Hom.
Greek (Liddell-Scott)
βοεύς: έως, ὁ, σχοινίον ἤτοι λωρίον ἐκ δέρματος βοός, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426.
English (Autenrieth)
ῆος (βοῦς): thong of ox-hide, on sails, Od. 2.426, Od. 15.291.
Greek Monolingual
βοεύς, ο (Α)
σκοινί από δέρμα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) (πρβλ. οχεύς)].
Greek Monotonic
βοεύς: -έως, ὁ (βοῦς), σχοινί φτιαγμένο από προβιά βοδιού, σε Ομήρ. Οδ.