βοεύς

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοεύς Medium diacritics: βοεύς Low diacritics: βοεύς Capitals: ΒΟΕΥΣ
Transliteration A: boeús Transliteration B: boeus Transliteration C: voeys Beta Code: boeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, rope of ox-hide, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
náut. driza, correa o cabo de cuero con que se iza o arría la vela ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν e izaron con drizas de cuero trenzado la blanca vela, Od.2.426, κατεστήσαντο βοεῦσιν fijaron con drizas las velas h.Ap.407, cf. βόειος II 2.

German (Pape)

[Seite 451] ὁ, Riemen von Rindsleder, Hom. zweimal, Od. 2, 426. 15, 291.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
lanière de peau de bœuf.
Étymologie: βοῦς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοεύς -έως, ὁ βοῦς leren riem.

Russian (Dvoretsky)

βοεύς: έως ὁ ремень из воловьей (бычачьей или буйволовой) кожи Hom.

Greek (Liddell-Scott)

βοεύς: έως, ὁ, σχοινίον ἤτοι λωρίον ἐκ δέρματος βοός, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426.

English (Autenrieth)

ῆος (βοῦς): thong of ox-hide, on sails, Od. 2.426, Od. 15.291.

Greek Monolingual

βοεύς, ο (Α)
σκοινί από δέρμα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) (πρβλ. οχεύς)].

Greek Monotonic

βοεύς: -έως, ὁ (βοῦς), σχοινί φτιαγμένο από προβιά βοδιού, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

βοῦς
a rope of ox-hide, Od.