στασιωτικόν
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.