στερεοϊσομέρεια
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
Greek Monolingual
η, Ν
η ύπαρξη χημικών ενώσεων με την ίδια χημική σύσταση και μοριακή δομή οι οποίες, όμως, παρουσιάζουν εν γένει διαφορές στις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες λόγω διαφορών στις απεικονίσεις τών μορίων τους, δηλαδή στη διάταξη τών ατόμων τους στον χώρο (α. «οπτική ισομέρεια» β. «γεωμετρική ισομέρεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereoisomeńe (< στερεός + ισομέρεια)].