στιδεύς

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁδευτὴς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί του τ. στιβεύς.