στοιχάριον
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
German (Pape)
[Seite 945] τό, dim. von στοῖχος, Sp.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. στιχάρι, στιχάριο (II).
Wikipedia EL
Το στιχάριο ή στοιχάριον είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).