στούμπος

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

και στρούμπος, ο, Ν
1. ξύλινος κόπανος
2. μεγάλη πέτρα
3. ειρων. κοντός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stonpa].