κόπανος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπᾰνος Medium diacritics: κόπανος Low diacritics: κόπανος Capitals: ΚΟΠΑΝΟΣ
Transliteration A: kópanos Transliteration B: kopanos Transliteration C: kopanos Beta Code: ko/panos

English (LSJ)

ὁ, = σκέπανος, Sch.Opp.H.1.106.

Greek Monolingual

ο (ΑM κόπανος)
νεοελλ.
1. κόπανο
2. το πίσω μέρος του κοντακιού τών όπλων, υποκόπανος
3. μικρό σφυρί που χρησιμοποιούν οι βαρελάδες και οι καλαφάτες, ματσόλα
4. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ισοπέδωση του εδάφους
5. παλαιό χειρωνακτικό εργαλείο για το αλώνισμα τών δημητριακών
6. μτφ. άνθρωπος ανόητος ή άξεστος
μσν.
είδος βάρκας
αρχ.
είδος ψαριού της οικογένειας του θύννου, αλλ. σκέπανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον με αλλαγή γένους].