στρεβλότητα
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
Greek Monolingual
η / στρεβλότης, -ητος, ΝΑ στρεβλός
1. η ιδιότητα του στρεβλού, το να είναι κανείς ή κάτι στραβό, συνεστραμμένο («καμπαῖς καὶ στρεβλότησι», Πλούτ.)
2. μτφ. α) δυστροπία
β) παραλογισμός.