στρεψίπτερα
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
τα, Ν
ζωολ. τάξη εντόμων στην οποία ανήκουν 400 περίπου μικροσκοπικά είδη, που τα άπτερα θηλυκά άτομα και οι προνύμφες τους είναι ενδοπαράσιτα άλλων εντόμων και της οποίας ένα από τα γνωστότερα γένη είναι ο στύλωψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. strepsipterous (< νεολατ. strepsiptera < στρέψις + πτερό)].