συμμείραξ

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Μ
έφηβος ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].