συμπεφορημένως

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπεφορημένως: Ἐπίρρ., «στρυμωχτά», «μαζευτά», Γλωσσ.