συμπλαστεύω

English (LSJ)

fashion, mould, or construct with, c. dat. et acc., PSI2.171.19 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
πλάθω, διαμορφώνω ή κατασκευάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστός + κατάλ. -εύω].