συνεξικνούμαι

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

-έομαι, Α
συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξικνοῦμαι «φθάνω»].