συνεύρεση

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

Greek Monolingual

η, Ν
συνουσία, σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνευρίσκομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνεύρεσις, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].