Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνθλώ

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

συνθλῶ, -άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, -άω, Α
1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω
2. (κατ' επέκτ.) καταστρέφω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»].