Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
Ν σύνορο
1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος
2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη»
ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων.