ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
και συνόστωση, η, Ν
(ιατρ.-φυσιολ.)
φυσιολογική ή παθολογική συνένωση δύο γειτονικών οστών με οστίτη ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synost(e)osis < συν- + ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. -ωσις. Η λ., στον λόγιο τ. συνοστέωσις, μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].