συνταρακτικός
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που συνταράσσει («έμαθα συνταρακτικά νέα»).
επίρρ...
συνταρακτικά Ν
με τρόπο που συνταράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταράσσω + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].