συνόλλυμαι

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Russian (Dvoretsky)

συνόλλῠμαι: (aor. 2 ξυνωλόμην) вместе погибать (τινι Eur.).