σφακέλωμα
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
Greek Monolingual
(I)
το, Ν σφακελούμαι
γάγγραινα.
(II)
το / σφακέλωμαν, ΝΜ
βλ. φασκέλωμα.
(III)
το, Ν
(μυκητ.) γένος δευτερομυκήτων που ανήκει στην τάξη μελανκονιώδη της κλάσης κοιλομύκητες και περιλαμβάνει 50 περίπου κοσμοπολίτικα είδη.