σφακελούμαι

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

-όομαι, Ν σφάκελος (Ι)]
(λόγιος τ.)
1. προσβάλλομαι από γάγγραινα
2. (για άμπελο) υφίσταμαι σήψη τών ριζών.