σφιχταγκαλιάζω

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source

Greek Monolingual

Ν
αγκαλιάζω σφιχτά («μέσ' στα βράχια βρίσκουν / παραρριγμένα δυο κορμιά και σφιχταγκαλιασμένα», Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + αγκαλιάζω].